άγραυλος

άγραυλος
Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα του Ερυσίχθονα και τριών θυγατέρων, που ονομάζονταν και Αγραυλίδες. 3. Κόρη της προηγούμενης, αδελφή της Έρσης και της Πανδρόσου. Κάποτε η Αθηνά, κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου, επειδή δεν ήθελε να δανειστεί όπλα από τον Δία, που είχε δηλώσει πως θα παρέμεινε ουδέτερος, ζήτησε από τον Ήφαιστο να της κατασκευάσει δικά της όπλα. Ο Ήφαιστος αρνήθηκε να πληρωθεί, λέγοντας πως θα έκανε τη δουλειά «για την αγάπη της». Ο Ποσειδώνας για να τον κοροϊδέψει, τον είχε πληροφορήσει, πως η Αθηνά θα ερχόταν να τον δει με τη συγκατάθεση του Δία, ελπίζοντας τάχα πως ο Ήφαιστος θα την έκανε διά της βίας δική του. Όταν η Αθηνά, που δεν είχε καταλάβει την έννοια των λόγων του, ήρθε να παραλάβει τα όπλα, o Ήφαιστος της επιτέθηκε και πριν η Αθηνά προλάβει να ξεφύγει από τα χέρια του, o θεός εκσπερμάτωσε, λίγο πιο πάνω από το γόνατό της. Αηδιασμένη, η Αθηνά σκούπισε τον μηρό της με λίγο μαλλί και το πέταξε στο χώμα, κοντά στην Αθήνα, με αποτέλεσμα να γονιμοποιηθεί η Γαία, η θεά της γης, που βρισκόταν εκεί. Η Γαία δήλωσε πως δεν είχε διάθεση vα αναθρέψει ένα παιδί που ο Ήφαιστος είχε επιχειρήσει vα αποκτήσει με την Αθηνά, και η Αθηνά, θέλοντας vα αποφύγει τις ειρωνείες του Ποσειδώνα, που είχε κάνει τη φάρσα, ανέλαβε να κρύψει το νεογέννητο. Το έβαλε σε ένα καλάθι και το έδωσε στην Έρση, στην Πάνδροσο και στην Ά. για να το φυλάξουν, με τη ρητή εντολή να μην το ανοίξουν. Το βρέφος είχε ονομαστεί Εριχθόνιος και είχε ουρά φιδιού αντί για πόδια. Η Αθηνά διάλεξε τα τρία κορίτσια για φύλακες του καλαθιού, επειδή ο πατέρας τους, ο Κρόνος, ήταν γιος της Γαίας, και συνεπώς o Εριχθόνιος ήταν (ετεροθαλής) αδελφός του Κρόνου. Ένα βράδυ που οι τρεις αδελφές γύριζαν στο σπίτι τους, πάνω στην Ακρόπολη, ο Ερμής δωροδόκησε την Ά. για να του διευκολύνει την επαφή με την Έρση, που την είχε ερωτευτεί. Η Ά. πήρε το χρυσάφι, αλλά δεν τον διευκόλυνε, γιατί ζήλεψε την αδελφή της. O Ερμής οργισμένος, μεταμόρφωσε την Ά. σε βράχο και έκανε την Έρση δική του. Αφού η Έρση απέκτησε από τον Ερμή δύο γιους, τον Κέφαλο, εραστή της Ηώς, και τον Κήρυκα, πρώτο κήρυκα των Ελευσινίων μυστηρίων, η ίδια, η αδελφή της Πάνδροσος και η μητέρα της άνοιξαν το καλάθι της απολιθωμένης Α., ελπίζοντας πως θα έβρισκαν μέσα νέκταρ και αμβροσία. Μόλις όμως είδαν το βρέφος με την ουρά του φιδιού, έβαλαν τις φωνές, έφυγαν τρομοκρατημένες και έπεσαν από την Ακρόπολη. Η Αθηνά, μαθαίνοντας το δυστύχημα, στενοχωρήθηκε τόσο, ώστε άφησε να της πέσει ο τεράστιος βράχος που μετέφερε για να οχυρώσει την Ακρόπολη, και ο βράχος αυτός έγινε o Λυκαβηττός. Τον Εριχθόνιο τον ανέθρεψε η ίδια κι έγινε αργότερα βασιλιάς των Αθηνών. Μια άλλη εκδοχή για την Ά., που φαίνεται να δικαιολογεί και τα Αγραύλια, είναι πως κάποτε που κινδύνευε η Αθήνα, υπακούοντας σε έναν χρησμό, έπεσε από την Ακρόπολη και έσωσε την πόλη.
* * *
ἄγραυλος, -ον (Α)
1. αυτός που ζει στους αγρούς, στην ύπαιθρο
2. (για πράγματα) αυτός που ανήκει στους αγρούς, αγροτικός, εξοχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + αὐλή.
ΠΑΡ. ἀγραυλία, ἀγραυλίζομαι, ἀγραυλῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἄγραυλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγραυλος — dwelling in the field masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγραυλον — ἄγραυλος dwelling in the field masc/fem acc sg ἄγραυλος dwelling in the field neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АГРАВЛА, АГЛАВРА — • Άγραυλος, см. Cecrops и Παλλας Άθήνη …   Реальный словарь классических древностей

  • Аглавра —    • Άγραυλος,          см. Агравла …   Реальный словарь классических древностей

  • Агравла —    • Άγραυλος,          см. Cecrops и Παλλας Άθήνη., Кекропс и Хариты …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἀγραύλοιο — Ἄγραυλος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγραύλοιο — ἄγραυλος dwelling in the field masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγραύλοις — Ἄγραυλος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγραύλοις — ἄγραυλος dwelling in the field masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”